προαγόρευσις — foretelling fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγόρευσις — εύσεως, ή, ΜΑ [προαγορεύω] προφητεία αρχ. 1. η ενέργεια τού προαγορεύω, το να λέει κανείς κάτι εκ τών προτέρων, να προλέγει 2. πρόγνωση 3. προκήρυξη 4. απαγόρευση συμμετοχής στα ιερά και στην αγορά τών κατηγορουμένων για φόνο ώσπου να εκδοθεί η… … Dictionary of Greek
προαγορεύσει — προαγόρευσις foretelling fem nom/voc/acc dual (attic epic) προαγορεύσεϊ , προαγόρευσις foretelling fem dat sg (epic) προαγόρευσις foretelling fem dat sg (attic ionic) προαγορεύω tell beforehand aor subj act 3rd sg (epic) προαγορεύω tell… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγορεύσεις — προαγόρευσις foretelling fem nom/voc pl (attic epic) προαγόρευσις foretelling fem nom/acc pl (attic) προαγορεύω tell beforehand aor subj act 2nd sg (epic) προαγορεύω tell beforehand fut ind act 2nd sg προαγορεύσεις , προαγορεύω tell beforehand… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγορεύσεσι — προαγόρευσις foretelling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγορεύσεσιν — προαγόρευσις foretelling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγορεύσιες — προαγόρευσις foretelling fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγόρευσιν — προαγόρευσις foretelling fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφορία — (I) η βλ. εφορεία. (II) εφορία, η (Α) 1. όριο, σύνορο 2. (κατά τον γραμματικό Αρποκρατίωνα) «ἡ ἐπὶ τῶν ὅρων γινομένη προαγόρευσις, ὡς Δημοσθένης διδάσκει ἐν τῷ κατ Ἀριστοκράτους». [ΕΤΥΜΟΛ. εφορία (ενν. αγορά), θηλ. τού επιθ. εφόριος* (< επί +… … Dictionary of Greek
προαγορεύσεων — προαγορεύσεω̆ν , προαγόρευσις foretelling fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγορεύσεως — προαγορεύσεω̆ς , προαγόρευσις foretelling fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)